Ο νόμος 3986/2011 με το άρθρο 37 παρ. 7 όρισε την περίφημη εργασιακή εφεδρεία. Σχετικώς αναμένεται και η θέση σε ισχύ ενός Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο κατά την εξουσιοδότηση που προβλέπεται από την παράγραφο του προαναφερθέντος άρθρου, θα καθοριστούν τα «αντικειμενικά» και «αξιοκρατικά» κριτήρια για την ένταξη του «πλεονάζοντος προσωπικού» στους πίνακες κατάταξης που συντάσσει το ΑΣΕΠ. Τέλος, εξεδόθη η με αριθμ. Πρωτ. ΕΓΔΕΚΟ 1597/12-9-2011 εγκύκλιος του Ειδικού Γραμματέα ΔΕΚΟ, με την οποία δίνονται κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή του πλεονάζοντος προσωπικού.
Το ζητούμενο εντοπίζεται στην έννοια του «πλεονάζοντος» προσωπικού, ο προσδιορισμός του οποίου δεν προκύπτει από το νόμο. Χωρίς κανένα περιορισμό από το συγκεκριμένο νόμο εναπόκειται στον κάθε διοικητή ΔΕΚΟ ή στα Δ.Σ. των Οργανισμών που θα εφαρμοστεί το μέτρο, για τα κριτήρια που θα αφορούν στο χαρακτηρισμό του προσωπικού ως πλεονάζοντος. Δε θεσπίζονται στο νόμο κριτήρια, όπως η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, οι συνέπειες αναδιοργάνωσης αυτής σε σχέση με το προσωπικό, οι νέες θέσεις που θα προέκυπταν ή θα ήταν αναγκαίο να διατηρηθούν και συνεπώς, το πλεονάζον προσωπικό που θα ήταν αναγκαίο να τεθεί στη διαδικασία εφεδρείας.
Με την ως άνω εκτός νόμου εκδοθείσα εγκύκλιο, ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΝΟΜΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, χαρακτηρίζονται ως πλεονάζον προσωπικό, εργαζόμενοι ευπαθών ομάδων και κατηγοριών (εργαζόμενοι πλησίον της συνταξιοδότησής τους, εργαζόμενοι με «χαμηλά» τυπικά προσόντα), ενώ αυθαίρετα επιβάλλεται ένα ποσοστό 10% του συνόλου του προσωπικού που θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως πλεονάζον, χωρίς στο μεταξύ να έχει προκύψει οποιοδήποτε οικονομοτεχνικό στοιχείο που επιβάλλει το ποσοστό αυτό ως αναγκαίο, ούτε βεβαίως το ποσοστό αυτό προκύπτει από το νόμο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι τα κριτήρια που η εγκύκλιος θεσπίζει είναι παράνομα. Δεν προβλέπονται στο νόμο. Νομολογιακά έχει κριθεί τόσο από τον Άρειο Πάγο, όσο και από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι τα άτομα ευπαθών κατηγοριών εργαζομένων (όπως και κυρίως οι προς συνταξιοδότηση εργαζόμενοι) χρήζουν προστασίας στην εφαρμογή των κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων για να αποφευχθεί η απόλυση, την οποία κατ’ ουσία η εφεδρεία επιφέρει.
Αντίθετα, με την παράνομη εγκύκλιο, οι εργαζόμενοι αυτοί προωθούνται πρώτοι στην εφεδρεία, όπως επίσης και άλλοι με βάση τα «χαμηλά τυπικά» τους προσόντα και με βάση την ειδικότητά τους ως γενικών καθηκόντων, δηλαδή εντελώς «ρατσιστικά» και κατά τρόπο που οι εργαζόμενοι διακρίνονται σε πλεονάζοντες ή μη, όχι με βάση τις πραγματικές ανάγκες του φορέα, αλλά αν είναι προς συνταξιοδότηση, αν έχουν πτυχίο ή ασκούν γενικά καθήκοντα ! Έτσι όμως θεσπίζονται κριτήρια που επιφέρουν διακρίσεις στην εργασία, κατά παράβαση Ευρωπαϊκών Κοινοτικών οδηγιών και νόμων του εσωτερικού δικαίου (ενδεικτικά αναφέρω το ν. 3304/2005 που απαγορεύει ρητά τις διακρίσεις στην εργασία με βάση την ηλικία κλπ).
Σημειώνω, επίσης ότι όπου κατά τα υφιστάμενα οργανογράμματα των νομικών προσώπων που θα εφαρμοστεί η εφεδρεία έχουν προκύψει κενά θέσεων και αυτά δεν έχουν πληρωθεί μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής του νόμου.
Άλλα θέματα προκύπτουν επίσης, από τη βαθμολόγηση των εργαζομένων, οι οποίοι αφού θεωρηθούν ως πλεονάζον προσωπικό, τίθενται σε λίστες από το ΑΣΕΠ. Σχετικώς είναι υπό κατάρτιση το Π.Δ., το οποίο αναλυτικά θα σχολιάσουμε όταν εγκριθεί από τη σχετική επεξεργασία του ΣτΕ. Αυτό βέβαια έχει δευτερεύουσα σημασία, αφού ήδη το προσωπικό θα έχει χαρακτηριστεί πλεονάζον και θα βαδίζει προς …απόλυση, της οποίας μάλιστα αποζημίωση δεν προβλέπεται στο νόμο, ούτε βεβαίως επιδότηση ανεργίας όπως στους συνήθως απολυμένους.
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ-ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΟΣ