Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ


Έντυπη Έκδοση 

Ποιος θα κρίνει τους δημόσιους υπαλλήλους;

Δεκαετίες τώρα στη χώρα μας, το δικαίωμα στην εργασία αρκετές φορές εξαγοραζόταν με μία «σίγουρη» θέση στο Δημόσιο από τον ψηφοφόρο-πελάτη του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος.

Σε μια εποχή όμως που δεν υπάρχουν βεβαιότητες, η ανέκαθεν επίζηλη «σιγουριά» του Δημοσίου καταβαραθρώνεται κι αυτή. Υπό τις παρούσες συνθήκες λοιπόν, το κράτος πρέπει αρχικά να χαρακτηρίσει περισσευούμενους και στη συνέχεια ακατάλληλους χιλιάδες εργαζόμενους, που για δεκαετίες θεωρούσε ικανούς και επαρκείς.

Πώς θα το κάνει αυτό; Την όλη διαδικασία επιλογής, η οποία θα γίνει βάσει μοριοδότησης, θα εγγυηθεί το ΑΣΕΠ. Χωρίς όμως να έχει γίνει ποτέ μέχρι σήμερα αξιολόγηση του προσωπικού στον δημόσιο τομέα, θα επιχειρηθεί πρώτη φορά, από μια αρχή, η οποία, παρά το κύρος που διαθέτει, δεν έχει αξιολογήσει υφιστάμενο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης, παρά μόνο όσους αιτούνταν την πρόσληψή τους σ' αυτή.

Ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Θράκης Γιώργος Κατρούγκαλος τονίζει ότι «το ΑΣΕΠ δεν είναι ο κατάλληλος μηχανισμός» και εξηγεί: «Η θεσμική του αδυναμία να ανταποκριθεί σ' αυτό το ρόλο πηγάζει τόσο από τη νομοθετική του πρόβλεψη όσο κι από τη συνταγματική του κατοχύρωση. Το ΑΣΕΠ δεν έχει αρμοδιότητα όσον αφορά την αξιολόγηση προσωπικού, πέρα από την αρχική διαδικασία πρόσληψης».

Ο καθηγητής τονίζει ακόμη ότι η αξιόλογηση του προς μετάταξη προσωπικού καθίσταται προβληματική και για έναν ακόμα λόγο: «Στην ελληνική διοίκηση δεν υπάρχει η περιγραφή των θέσεων εργασίας (job description), η οποία είναι απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να γνωρίζουμε πόσα στελέχη απαιτούνται σε κάθε υπηρεσία και, κυρίως, ποια είναι τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υπαλλήλων που πρέπει να υπηρετούν σε αυτές».

«Ακόμη όμως», προσθέτει, «κι αν είχαμε το job description και γνωρίζαμε ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, 100 άτομα πλεονάζοντος προσωπικού με συγκεκριμένα προσόντα και έχουμε από την άλλη πλευρά 80 θέσεις κενές σε άλλες υπηρεσίες, και πάλι ο θεσμικός μηχανισμός που θα έπρεπε να εξακριβώσει με ποιο τρόπο θα αντιστοιχίσει αυτούς που περισσεύουν με τις 80 θέσεις δεν μπορεί να είναι το ΑΣΕΠ. Κι αυτό γιατί, από τη φύση του, πρόκειται για έναν ελεκτικό μηχανισμό που εποπτεύει τη εφαρμογή μιας μοριοδοτημένης διαδικασίας, η οποία δεν σχετίζεται με τον έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων. Είναι βέβαια μια διαδικασία αντικειμενική, αλλά ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με πραγματικό έλεγχο ικανοτήτων προσωπικού».

Μόνο ένας στους δέκα από το σύνολο των επτά χιλιάδων που εργάζονται στους 40 υπό συγχώνευση- κατάργηση οργανισμούς και φορείς θα μετατάσσονται ανά έτος σε άλλη υπηρεσία, μια που αυτό προβλέπει το μνημόνιο, καθώς οι μετατάξεις υπολογίζονται κι αυτές ως προσλήψεις.

Στο σχετικό νομοσχέδιο και το προεδρικό διάταγμα που θα ακολουθήσει, όπου και ορίζονται όλες οι λεπτομέρειες, όσοι υπάλληλοι κριθούν υπεράριθμοι, θα μπουν σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, λαμβάνοντας για ένα χρόνο το 60% των αποδοχών τους. Οι πίνακες με τους υπεράριθμους πρέπει να δοθούν από τις νέες διοικήσεις των νέων οργανισμών που θα προκύψουν από τις συγχωνεύσεις εντός εννέα μηνών. Οι εργαζόμενοι αυτοί θα μπορούν να υποβάλουν τα χαρτιά με τα προσόντα τους στο ΑΣΕΠ, διεκδικώντας μετάταξη. Οσοι από αυτούς, δηλαδή οι περισσότεροι, δεν καταφέρουν να μεταταχθούν, έχουν το δικαίωμα είτε να διοριστούν με ποσόστωση 30% ως συμβασιούχοι ή να έχουν προτεραιότητα σε θέσεις μερικής απασχόλησης... Κοινώς, θα μείνουν άνεργοι.

Κοινή πεποίθηση όλων των σωματείων εργαζομένων που βρίσκονται στη διακεκαυμένη ζώνη είναι ότι «οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί δεν έχουν ως στόχο τον εξορθολογισμό και την καλύτερη λειτουργία των οργανισμών και φορέων. Γίνονται για λογιστικούς λόγους, με στόχο την παράδοση του έργου τους σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και την άμεση η έμμεση απόλυση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων».

Πολλοί δε υποστηρίζουν, ειδικά για τους οργανισμούς που έχουν αναπτυξιακό προσανατολισμό, ότι το κράτος θα απολέσει παρά θα κερδίσει:
Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο προηγούμενο σαν κι αυτό που επιχειρεί σήμερα η κυβέρνηση», λέει ο Δημήτρης Τροχαλάκης, μέλος του δ.σ. του σωματείου εργαζομένων του ΕΟΜΜΕΧ που έχει αποφασιστεί η συγχώνευσή του. «Σε όλες οι χώρες της Ευρώπης και την Αμερική υπάρχουν αντίστοιχοι οργανισμοί που υλοποιούν πολιτικές και προσφέρουν υπηρεσίες, που στηρίζουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγή και την απασχόληση είναι πανθομολογούμενη και καθοριστική. Το διαμεσολαβητικό και θεσμικό ρόλο ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες των επιχειρήσεων αυτών και η υλοποίηση ενιαίων κρατικών πολιτικών γι' αυτές υποδήλωνε η μέχρι σήμερα παρουσία και δράση του ΕΟΜΜΕΧ».

«Οι εργαζόμενοι είναι φοβισμένοι και αγανακτισμένοι», εξηγεί ο Γ. Χρονόπουλος, πρόεδρος του συλλόγου υπαλλήλων ΟΔΔΥ. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς θα συμβεί. Σήμερα στον ΟΔΔΥ εργάζονται 87 υπάλληλοι, ενώ πριν από μία τετραετία έφταναν τους 150. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνειδητή συρρίκνωση της υπηρεσίας, καθώς, εκτός από το προσωπικό το οποίο δεν ανανεωνόταν, αφαιρούσαν από τον ΟΔΔΥ αντικείμενα και αρμοδιότητες».

«Αν το ζητούμενο είναι η βελτίωση της φοιτητικής μέριμνας και συγχρόνως ο περιορισμός του κόστους, δεν διαφαίνονται σοβαρές πιθανότητες επίτευξης του στόχου με τη διασπορά του αντικειμένου σε ιδιωτικούς φορείς αντί της διατήρησης ενός δημόσιου, χρηματοδοτούμενου από το κράτος οργανισμού που ασχολείται με το αντικείμενο εδώ και 60 χρόνια», εξηγεί ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στο Εθνικό Ιδρυμα Νεότητας, Βασ. Παναγόπουλος.

Και προσθέτει: «Το κόστος λειτουργίας του ΕΙΝ δεν δικαιολογεί την απόφαση κατάργησής του. Οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι ουσιαστικά αναντικατάστατες. Το ΕΙΝ σήμερα απασχολεί 480 υπαλλήλους ενώ οι οργανικές του θέσεις είναι 953. Το 2010, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, το ΕΙΝ εμφάνισε πλεόνασμα περίπου 2 εκατ. ευρώ, ενώ είχε μειωθεί η ετήσια επιχορήγηση του πάνω από 20% (από 44 εκατ. σε 34 εκατ.).

Ακόμα και αν σύμφωνα με το σχέδιο νόμου παραχωρηθούν οι υπηρεσίες του σε ιδιώτες, το οικονομικό όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό δεν θα είναι σημαντικό, αφού η έλλειψη ανταγωνισμού θα αυξήσει τη δαπάνη για την φοιτητική μέριμνα»

Οι εργαζόμενοι βιώνουν μια πρωτοφανή ανασφάλεια και το χειρότερο όλων είναι ότι δεν έχουμε καμία ενημέρωση για το τι ακριβώς θα γίνει» λέει ο Γιάννης Φακίνος, αντιπρόεδρος του συλλόγου εργαζομένων στον ΟΣΚ.

Και προσθέτει: «Ο ΟΣΚ, παρά τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές που αποδυνάμωσαν το δημόσιο χαρακτήρα και παρέδωσαν μέρος του έργου του στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα (μετατροπή του σε Α.Ε., ΣΔΙΤ, αναθέσεις, προγραμματικές συμβάσεις κ.λπ.), παραμένει ο κατεξοχήν αρμόδιος κρατικός φορέας για την απαλλοτρίωση οικοπέδων, μελέτη, δημοπράτηση, επίβλεψη, κατασκευή και εξοπλισμό των δημόσιων σχολικών κτιρίων. Καθήκοντα που ο Οργανισμός εκτελεί με δικά του μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό».

«Είμαστε κάθετα αντίθετοι με τις αλλαγές που δρομολογούνται» συνεχίζει. «Η δημόσια παιδεία, σημαντικός πυλώνας της οποίας είναι η σχολική στέγη, πρέπει να είναι και να παραμείνει αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους».